νηστεύω — fast pres subj act 1st sg νηστεύω fast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύω — νηστεύω, νήστεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νηστεύω — νήστεψα 1. δεν τρώω, μένω νηστικός. 2. απέχω από ορισμένες τροφές που ορίζει η Eκκλησία: Νηστεύει γιατί θα κοινωνήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρακοστεύω — νηστεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηστεύετε — νηστεύω fast pres imperat act 2nd pl νηστεύω fast pres ind act 2nd pl νηστεύω fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύσει — νηστεύω fast aor subj act 3rd sg (epic) νηστεύω fast fut ind mid 2nd sg νηστεύω fast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύσουσι — νηστεύω fast aor subj act 3rd pl (epic) νηστεύω fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νηστεύω fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύσουσιν — νηστεύω fast aor subj act 3rd pl (epic) νηστεύω fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νηστεύω fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύσω — νηστεύω fast aor subj act 1st sg νηστεύω fast fut ind act 1st sg νηστεύω fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεύσῃ — νηστεύω fast aor subj mid 2nd sg νηστεύω fast aor subj act 3rd sg νηστεύω fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)